σκέλεος

σκέλεος
σκέλος
leg
neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκλίνω — ΝΑ [κλίνω] κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα νεοελλ. 1. συγκατανεύω, συμφωνώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, ουσα, ον α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”